- σπιρτάδα
- η(λ. ιταλ.)1. καυστική γεύση κυρίως του οινοπνεύματος: Αυτό το τσίπουρο έχει πολλή σπιρτάδα και μου έκαψε τη γλώσσα.2. μτφ., εξυπνάδα, οξύνοια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.